- δυσεξέλεγκτος
- -η, -ο (ΑΜ δυσεξέλεγκτος, -ον)1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή αναιρείται2. αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσεξέλεγκτος — hard to refute masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξελεγκτότατον — δυσεξέλεγκτος hard to refute masc acc superl sg δυσεξέλεγκτος hard to refute neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξέλεγκτον — δυσεξέλεγκτος hard to refute masc/fem acc sg δυσεξέλεγκτος hard to refute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξελέγκτους — δυσεξέλεγκτος hard to refute masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσεξέλεγκτα — δυσεξέλεγκτος hard to refute neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)